σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
Damasta sabotage — Moss on Crete summer 1944 The Damasta sabotage (Greek: Το σαμποτάζ της Δαμάστας) was an attack by Cretan resistance fighters led by British Special Operations Executive officer Captain Bill Stanley Moss MC against German occupation forces in… … Wikipedia
Operation Albumen — was the name given to British Commando raids in June 1942, on German airfields in the Axis occupied Greek island of Crete, to prevent them from being used for supporting the Afrika Korps in the Western Desert Campaign in World War II. These… … Wikipedia
Savina Yannatou — (Greek: Σαβίνα Γιαννάτου / Savína Giannátou ; born March 17, 1959 in Athens) is a renowned professional Greek female singer.She studied singing at the Greek national conservatory of Athens and later at the Guildhall School of Music and Drama in… … Wikipedia
δολιοφθορά — η καταστροφή εκ προθέσεως, πράξη ή παράλειψη που αποβλέπει στην καταστροφή ή χειροτέρευση υλικού, την ανάσχεση ή μείωση παραγωγής, την παρεμπόδιση τής λειτουργίας υπηρεσίας ή επιχειρήσεως, σαμποτάζ … Dictionary of Greek
σαμποτάρισμα — το, Ν [σαμποτάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμποτάρω, το σαμποτάζ … Dictionary of Greek
σαμποτάρω — Ν διενεργώ σαμποτάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saboter «κάνω θόρυβο με τα τσόκαρα, τρυπώ σιδηρογραμμές για να περάσουν οι ράβδοι, ενεργώ γρήγορα και βιαστικά, κακομεταχειρίζομαι, βλάπτω» < sabot (βλ. λ. σαμπό)] … Dictionary of Greek
σαμποτέρ — ο, Ν άκλ. άτομο που διενεργεί σαμποτάζ, ο δολιοφθορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saboteur «κακός εργάτης, πρόσωπο που καθυστερεί κάποια δουλειά, δολιοφθορέας» < sabot (βλ. λ. σαμπό)] … Dictionary of Greek
υπονόμευση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπονομεύω, διάνοιξη υπονόμου κάτω από το έδαφος, ιδίως για την τοποθέτηση εκρηκτικών υλών 2. μτφ. α) δόλια βλαπτική ενέργεια («η συστηματική υπονόμευση τής κυβερνητικής προσπάθειας από την αντιπολίτευση»)… … Dictionary of Greek